theistic$82750$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

theistic$82750$ - translation to ελληνικό

BELIEF IN THE EXISTENCE OF AT LEAST ONE DEITY; THE OPPOSITE OF ATHEISM
Theist; Theists; Theistic; Theistic religion
  • url=https://archive.org/details/pantheismitsstor00pictrich}}</ref><ref>*Fraser, Alexander Campbell "Philosophy of Theism", William Blackwood and Sons, 1895, p 163.</ref>

theistic      
adj. θεϊστικός, μονοθεϊστικός

Ορισμός

Theism
·add. ·noun The morbid condition resulting from the excessive use of tea.
II. Theism ·noun The belief or acknowledgment of the existence of a God, as opposed to atheism, pantheism, or polytheism.

Βικιπαίδεια

Theism

Theism is broadly defined as the belief in the existence of at least one deity. In common parlance, or when contrasted with deism, the term often describes the classical conception of God that is found in monotheism (also referred to as classical theism) — or gods found in polytheistic religions — a belief in God or in gods without the rejection of revelation as is characteristic of deism. Gnosticism is the belief in personal spiritual knowledge.

Atheism is commonly understood as non-acceptance or rejection of theism in the broadest sense of theism, i.e. non-acceptance or rejection of belief in God or gods. Related, but separate, is the claim that the existence of any deity is unknown or unknowable: agnosticism. Combined with theism, is agnostic theism.